- σίλλος
- σίλλοςsquint-eyedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σίλλος — squint eyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… … Dictionary of Greek
σιλλογράφοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλογράφον — σίλλος squint eyed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλογράφος — σίλλος squint eyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίλλοι — Σίλλος squint eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλλοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίλλοις — Σίλλος squint eyed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλλοις — σίλλος squint eyed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίλλον — Σίλλος squint eyed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)